Χαρικλοῦς

Χαρικλοῦς
Χαρικλής
masc gen sg (attic epic doric)
Χαρικλώ
fem nom/voc pl
Χαρικλώ
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Τειρεσίας — Θηβαίος μυθολογικός ήρωας μάντης. Διάφορες εκδοχές αναφέρουν πώς απέκτησε τη μαντική του δύναμη. Η γνωστότερη αφηγείται, ότι στο όρος Κυλλήνη ο Τ. είδε δύο φίδια ζευγαρωμένα· αυτός τα χώρισε (ή σκότωσε το θηλυκό) και για τον λόγο αυτό έγινε… …   Dictionary of Greek

  • Ενδηίς — Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν κόρη του Σκείρωνα και της Χαρικλούς, συζύγου του Αιακού και μητέρα του Τελαμώνα και του Πηλέα …   Dictionary of Greek

  • Κάρυστος — I Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 20 μ., 4.960 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 128 χλμ. ΝΑ της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρύστου. Η Κ. χτίστηκε στα μέσα του 19ου αι. με βάση τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”